- γωνιομετρία
- η измерение углов, гониометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γωνιομετρία — η 1. κλάδος τής γεωμετρίας 2. τέχνη μετρήσεως τών γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο τής Ελληνικής < γωνία + μετρία* (πρβλ. γαλλ. goniometrie). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
γωνιομετρία — η κλάδος της γεωμετρίας που πραγματεύεται τη μέτρηση των γωνιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
γωνιομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη γωνιομετρία … Dictionary of Greek
ραδιογωνιομετρία — η, Ν (ραδιοηλ.) προσδιορισμός τής θέσης ενός ραδιοφωνικού πομπού με τη βοήθεια ραδιογωνιομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνεια συνθ., πρβλ. αγγλ. radiogoniometry (< λατ. radius «ακτίνα» + γωνιομετρία)] … Dictionary of Greek
γωνιομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη γωνιομετρία: Έκανε μια γωνιομετρική εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)